- ξεκοιλιάζομαι
- ξεκοιλιάζομαι, ξεκοιλιάστηκα, ξεκοιλιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεκοιλιάζω — 1. (σχετικά με σφάγια) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια 2. (για πρόσ.) τραυματίζω στην κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα 3. δίνω σε κάποιον υπερβολικές ποσότητες τροφής 4. (το μέσ.) ξεκοιλιάζομαι μτφ. τρώω υπερβολικά, φουσκώνω από το … Dictionary of Greek